24.9.11

WEED STORIES # PART2

Από πού να αρχίσω σήμερα και που να τελειώσω! Πρωί πρωί (γιατί είναι γνωστό το πόσο πρωινός τύπος είμαι) με την τσίμπλα στο μάτι, πήραμε με τα άλλα τα παλικάρια κυριολεκτικά τα βουνά. Στρίβαμε από τη μία, βουνά. Στρίβαμε από την άλλη, πάλι βουνά. Βουνά μπροστά μας, βουνά και πίσω μας. Περνούσαν παράξενες ιδέες από το μυαλό μας. Ότι θα μας πάρει η νύχτα και θα μας φάνε οι λύκοι, ότι θα μας χάσει το βαν και δεν θα μας βρίσκει και θα ανακαλύψουν μετά από εβδομάδες τα μισοφαγωμένα κουφάρια μας. Το πρόγραμμα της ημέρας, πέρα από το Survivor σκηνικό, περιελάμβανε χαζολόγημα στο ύπαιθρο. Θα μας μιλούσαν για διάφορα φυτά, τις θεραπευτικές τους ιδιότητες και άλλα τέτοια. Αυτό για αρχή. Μετά μας είχαν και μια έκπληξη.

Εμένα οι εκπλήξεις δεν μου αρέσουνε καθόλου. Είπα όμως να είμαι δεκτικός και καλόβολος άνθρωπος και βασικά να μην είμαι προκατειλημμένη. Μιας που είπα καλόβολος θυμήθηκα το άλλο το ζαβό. Το αλλοδαπό ντε! Μέσα στη γκρίνια από το πρωί. Έσκασε μύτη με σανδάλι ξώφτερνο το όργιο, και μπερδευόταν συνέχεια στα πουρνάρια και έβριζε. Σταυροκοπιότανε και η κυριούλα που δεν μιλάει πολύ και του έλεγε: «Που πας βρε ζούδι με την παντόφλα?» Χαμπάρι αυτός, πού να καταλάβει!

Ο υπεύθυνος της σημερινής αποστολής ήταν ένας βοτανολόγος της κακιάς ώρας που με εκνεύριζε. Υποτίθεται  πως θα μας έλυνε απορίες, αλλά πέρα από το ότι δεν είχαμε καμιά γιατί κανείς δεν του έδινε σημασία, και να τον χρειαζόσουν που λέει ο λόγος, ήταν μονίμως εξαφανισμένος και μάζευε ραδίκια. Μας υπενθύμιζε δε κάθε τόσο να αφουγκραστούμε τη φύση και να ρουφήξουμε όσο περισσότερο οξυγόνο μπορούμε. Και δώστου να νυστάζω εγώ, γιατί μόλις άκουσα για ρουφήγματα σκέφτηκα το καλαμάκι του φραπέ και δεν άντεξα. Λύγισα η γυναίκα. Μας είπε επίσης να μη διστάσουμε να καθίσουμε στο έδαφος και να περιεργαστούμε οτιδήποτε μας εξάψει το ενδιαφέρον. Εγώ τις τζίβες του αλλοδαπού ήθελα να περιεργαστώ γιατί πάντα είχα απορία πως φτιάχνονται, αλλά είπα να το αφήσω γιατί αυτός παίρνει και εύκολα αέρα.

Βαριέμαι, βαριέμαι, βαριέμαι. Θα κόψω τις φλέβες μου με σουγιαδάκι και θα τρέξει πλήξη. Και πάνω που σκεφτόμουν να γείρω σε καμιά μουριά να πάρω τον υπνάκο μου, αρχίσαν τα κουλά. Ποιος άλλος? Το αγγλάκι. Φυλλαράκι έβλεπε, «whats this?». Κλαδάκι έβλεπε, «how do you call this one?». Βρε λύσσα κακιά, δεν ξέρω λέμε! Σου φαίνομαι χρυσό μου για αγροτόπαιδο? Ψαχούλευε, ανακάτωνε, έκοβε, μύριζε….μέχρι που έφαγε ΤΟ σκάλωμα με ένα γαιδουράγκαθο εκεί πέρα και το χάσαμε. Παιδιά σας τα’ ορκίζομαι έκατσε κατάχαμα και το κοιτούσε. Γύρισα και είπα στις άλλες κοπελιές που ενημέρωναν τα στάτους τους: «Το’ χει κάψει από το πολύ χασισάκι» και γυρνάει και μου λέει: «Is it?».
Αααα πουλάκι μου, τώρα καταλαβαίνεις ελληνικά ε? Ότι μας συμφέρει δηλαδή! Έπρεπε να τον αρχίσω στο δούλεμα και να τον αφήσω να καπνίσει τσουκνίδα. Η κυριούλα που δεν μιλάει πολύ έψαχνε σαλιγκάρια μέσα στη φούρια του καλοκαιριού (εντάξει, και οι πέτρες το ξέρουν πως κυκλοφορούν χειμώνα) και οι άλλες δυο κοπελίτσες μάζευαν λουλούδια. Τρία λολ.

Κάποια στιγμή μας βάρεσε ο ήλιος κατακούτελα και είπαμε να ξεκουβαλήσουμε. Είχαμε ρουφήξει αρκετό οξυγόνο, μην πάθουμε και overdose. Ήρθε και το βαν να μας μαζέψει, και ήταν πια ώρα για την έκπληξή μας. Βρε τι να’ναι, βρε τι να’ναι…. Δεν το βρίσκετε που να χτυπιέστε.

Μας είδε λέει που τα καταδιασκεδάσαμε στο στάβλο τις προάλλες και είπε να μας πάει και σε άλλον ένα να φροντίσουμε ζωάκια. Μωρέ, σίγουρα εμάς είδε? Γιατί εγώ δεν θυμάμαι εμάς να το διασκεδάζουμε, αλλά αυτόν να σπάει πλάκα μαζί μας ενώ οι μισοί πάλευαν με τις Στυμφαλίδες και οι άλλοι μισοί κυνηγούσαν ξεγλωσσιασμένοι μια κουνέλα που δεν έλεγε να μαζευτεί στο κλουβί της! Είπαμε όμως, ας είμαστε δεκτικοί.

Ο στάβλος αυτός, ήταν σαφέστατα καλύτερος από τον προηγούμενο. Το μόνο που με προβλημάτισε με το που φτάσαμε ήταν τα πολλά φτερά που υπήρχαν παντού. Γιατί ρε παιδιά τόσα πολλά? Εγώ να ξέρετε, ένα πράγμα δεν συμπαθώ, τα πτηνά. Άλλωστε γι’ αυτό είχα διαλέξει τα κουνελάκια την άλλη φορά. Δεν τα μπορώ, τα φοβάμαι σε τρομερό βαθμό. Εκείνα όμως, ήταν περιστεράκια κλεισμένα στο κλουβί τους. Όσο κι αν δεν τα χώνεψα, δεν μ’ ενοχλείς- δεν σ’ενοχλώ ήμασταν. Ετούτο εδώ που έπαθα σήμερα όμως, δεν είχε προηγούμενο. Αχ μανούλα μου.

Εκεί που καθόμουν και τα κοιτούσα από μακριά και ήμουν σε κατάσταση ετοιμότητας να απομακρυνθώ σε περίπτωση που με πλησιάζαν, έρχεται το μαλακισμένο το αλλοδαπό, που κακό χρόνο να’ χει και μου πασάρει ένα κουβά με καλαμπόκι. Τη μια στιγμή κάνει την κίνηση, και την επόμενη βλέπεις τα πτηνά να τα βαράει παροξυσμός! Να τρέχω εγώ αλαφιασμένη με τον κουβά αγκαλιά και πίσω μου να μέσα σε ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης και φτερών να τρέχει μια διμοιρία από πουλάδες, κοκόρια, νανάκια, χήνες, πάπιες, κότες, φραγκόκοτες, διάνοι, και του πουλιού το γάλα! Και πείτε μου τώρα εσείς, που στα κομμάτια να πήγαινα? Να βαρούσα κύκλους μέχρι να πέσουν πάνω μου και να με κατασπαράξουν ή να έβγαινα στ’ ανοιχτά και να έπαιρνα τα βουνά και τα λαγκάδια? Κάπου κάπου μέσα στον πανζουρλισμό άκουγα το αλλοδαπό να μου φωνάζει: «for gods sake, theyre harmless!!». Σοβαρά? Τι μας λες? Έχετε και στο διαμέρισμα σας στο Λάντον απ’ αυτά και τα ξέρεις καλά ε? Αλήτη! Οι άλλες δυο είχαν κατουρηθεί από τα γέλια και ευτυχώς κάποια στιγμή και ενώ έβλεπα το τέλος μου, ήρθε η κυριούλα που ο θεός να την έχει καλά και μου άρπαξε τον κουβά και τον πέταξε μακριά και έτρεξαν δαιμονισμένα τα λυσσάρικα, οι φτερούδες οι σιχαμένες να χλαπακιάσουν το φαί και γλίτωσα από του χάρου τα δόντια. Έχω τώρα ένα ψυχικό τραύμα, τι να σας λέω. Μόλις τελειώσει αυτό το πανηγύρι θα ξεκινήσω yoga και μάλιστα power yoga, γιατί η απλή δεν νομίζω να με καλύψει.

Το άλλο το παρατράγουδο είναι η αγάπη που μου δείχνουν οι σκνίπες! Είναι παντού στην εξοχή οι ρημάδες και όλες πάνω μου έρχονται. Με συμβούλεψε η κυριούλα που δεν μιλάει πολύ να ψεκαστώ με AUTAN ολόκληρη και έτσι δεν θα με πλησιάζει τίποτα. Ούτε και αυτοί με πλησιάζουν βέβαια γιατί είμαι ένας περιφερόμενος ανθρωποδιώχτης από την αφόρητη μπόχα. Τουλάχιστον όμως σταμάτησαν να με τσιμπάνε τα βαμπίρια.

Που λέτε, πολύ κουράστηκα σήμερα και μεγάλη η χάρη σας που κάθομαι τώρα και σας γράφω όλη αυτή τη φυλλοστόκα την ατελείωτη, αλλά ας είναι. Το καλό είναι πως έχασα τέσσερα κιλά. Δυο από την καταδίωξη μου από τα πτηνά, ένα από τον ιδρώτα στα βουνά και άλλο ένα από το ζόρι μου να βρίσω το αλλοδαπό σε πέντε γλώσσες για να είμαι σίγουρη πως με κατάλαβε καντήλι προς καντήλι.

Μετά προσπαθούσε να μου αλλάξει κουβέντα, και με ρωτούσε τι μουρμουράει η κυριούλα που δεν μιλάει πολύ όταν σταυροκοπιέται. «Προσευχές» του είπα. Αυτός λέει δεν πιστεύει πουθενά (το έιχα κόψιμο μεγάλο να μάθω) και θεωρεί φασισμό να βαφτίζουν τα παιδιά από μωρά (εκεί να δεις φαγούρα που είχα να μάθω). Τι να του πεις τώρα? Του είπα πως αν μου ξανακάνει μαλακία με πουλερικό θα τον πιάσω από τις τζίβες και θα του βουτήξω το κεφάλι μέσα στη γούρνα που πίνουν νερό οι γουρούνες στου στα(βλα)ρχηδιστή, μέχρι που να τον ξεβαφτίσω!

Ουφ! Κο κο κο κοοοο………

4 σχόλια:

  1. Ανώνυμος7:49 μ.μ.

    υποκλίνομαι στην ιστοριούλα σου!! κρατούσα την κοιλιά μου από τα γέλια!σχεδόν αισθάνομαι τύψεις που γελάω με αυτά που περνάς αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ!!χαχαχα! όχι τίποτα άλλο αλλά τα ζαρζαβατικά είναι η αδυναμία μου! waiting for the next weed story :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλα...
    Θα ηθελα να σε γνωρισω, καλη κοπελλα..!!
    Αληθεια, δε μας ειπες...Το παρατσουκλι που σου εβγαλαν εσενα...!!
    Σιγουρα θα ειναι...
    "Η μοναδικη...Που φοβαται τα πουλια"

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ζωή μου μην αισθάνεσαι τύψεις! Τα' θελα και τα' παθα η ρουφιάνα!

    Η μοναδική? Όχι δα Μαχαίρη! Είναι αντικειμενικά σιχαμένα! Και πίστεψε με, ΔΕΝ θες να με γνωρίσεις. Απώθησέ το...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Kαλημέρα,
    βρήκα το blog σας στο wall της Ζωής και είπα να περάσω ! Καλά έκανα, υπέροχη αυτή η ιστορία !!! Γι' αυτό, έχετε έναν νέο θαμώνα (λίγο λασκαρισμένο αν με ρωτήσετε από το μπαρ το ναυάγιο παραδίπλα, αλλά είναι beyond repair) Λοιπόν την αράζω στο χορταρικό σας, και κάνω όρεξη για περισσότερες τρελές ιστορίες σας !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Γράψε μας μια μούρλια κι εσύ....Μπορείς!!!