Πραγματικός διάλογος μεταξύ της μάνας μου και εμένα πριν από κανά χρόνο περίπου (συνήθως αγουροξυπνημένης). Είχε μπει στο μπλογκ μου, απλά τελευταία επαναλήφθηκε ο διάλογος αυτός, οπότε τον θυμήθηκα και είπα να το ποστάρω και εδώ. Οποιαδήποτε ομοιότητα με τη δική σας μανούλα, πιστέψτε με δεν είναι συμπτωματική, απλά είναι μία παγκόσμια συνωμοσία να μας ταλαιπωρούν, δεν εξηγείται αλλιώς.
-Έλα παιδί μου καλημέρα τι κάνεις?
-Έλα ρε μάνα τι να κάνω? Καλά, παιδεύομαι!
-Άσε παιδί μου σήμερα είδα ένα όνειρο. Είδα ότι με κυνηγούσε η γιαγιά σου μετά από τόσα χρόνια πεθαμένη να με πάρει μαζί της
-Αμάν ρε μάνα, πρωί πρωί, άντε κλείσε θα σε πάρω εγώ μετά
-Δεν με πήρες που είπες θα με πάρεις
-Ε δεν σε πήρα ρε μάνα τι να κάνω, ξεχάστηκα με τη δουλειά
-Α! καλά, να σου συνεχίσω το όνειρό?
-Για τη γιαγιά τη πεθαμένη?
-Ναι ναι, και με κυνηγούσε η άτιμη, όπως με κυνηγούσε όταν ήταν ζωντανή, αναθεμά την, μετά τόσα χρόνια πεθαμένη ακομα με κυνηγάει
-Ρε συ μάνα ήμαρτον δηλαδή, τι μου λες τώρα? Όρεξη έχει η γιαγιά να σε κυνηγάει από κει που είναι! Σημάδι σε έχει βάλει
-Ξέρω γω , ξέρω σου λέω, με κυνηγάει ακόμα που πήρα τον γιο της
-Ναι δεν το είχε πάρει απόφαση 40 χρόνια, τώρα της ήρθε. Άντε ρε μάνα ηρέμησε. Άντε σε κλείνω.
-Ελα παιδί μου τι κάνεις? Καλημέρα
-Καλημέρα ρε μάνα, τι έγινε?
-Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ, άσε, πολύ ταλαιπωρήθηκα
-Ειδα τον παππού σου στον υπνο μου
-Αφού λες δεν μπόρεσες να κοιμηθείς
-Ε! όσο κοιμήθηκα (έγκυρες πηγές μου είπαν πως ακόμα στις 9 το πρωί η μάνα ροχάλιζε)
-Και είδα τον παππού σου με τη μαγκούρα στο χέρι να με αναγκάζει να φάω τα σύκα από τα δέντρα που είχε στο αμπέλι
-Ε εντάξει, αφού δεν σε κυνηγούσε
-Ναι αλλά τα σύκα είναι γλυκά
-Ε γλυκά είναι τα σύκα, τι να κάνουμε τώρα
-Ε ΤΩΡΑ ΕΓΩ ΣΟΥ ΜΙΛΑΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΕ ΚΟΡΟΙΔΕΥΕΙΣ (και κλείνει απότομα το τηλέφωνο)
-Καλά ρε παιδί μου, γιατί με αποπαίρνεις όταν μιλάω?
-Γιατί ρε συ μάνα, τι είπα πάλι?
-Εγώ πάω να σου μιλήσω το πρωί, δεν έχω σε ποιον να μιλήσω και συ με αρπάζεις
-Εγώ σε αρπάζω? Εσύ φώναξες και μου έκλεισες το τηλέφωνο
-Τι σε κορόϊδευα ρε μάνα. Αφού μου λες ότι είδες και πάλι έναν πεθαμένο στον ύπνο σου και ότι σε τάιζε σύκα, το οποία "τι σύμπτωση" είναι και γλυκά.
-Ε ναι, αφού το γλυκό δεν είναι καλό
-Ε τι να κάνουμε τώρα, ας έτρωγες κανένα παστίτσιο και συ, τι τα έφαγες τα κωλοσύκα
-(απότομο κλείσιμο του τηλεφώνου)
-Που είμαι ρε μάνα? σπίτι
-Και γιατί δεν παίρνεις ένα τηλέφωνο?
-Ε αφού παίρνεις πάντα εσύ μωρέ, αφού ξέρεις ότι δεν θα πάρω
-Ε βέβαια να μη μάθεις τι κάνει η μάνα σου
-Αμάν ρε συ μάνα πάλι πήρες να γκρινιάξεις?
-Ε βέβαια εγώ γκρινιάζω συνέχεια
-Τι να θέλω. Ταλαιπωρημένη είμαι πάλι
-Γιατί τι έγινε? Ανέβηκε το ζάχαρο?
-Α καλά, το πρωτότυπο θα ήταν να μην ήταν ανεβασμένο. Ε τι έγινε πάλι
-Είδα το βράδυ τη θεία σου τη Τούλα
-Αι καλά!! τι σε τάισε εκείνη?
-Δεν με τάισε τίποτα, αλλά είδα τότε που μου είχε δώσει εκείνα τα νυφικά παπούτσια να βάλω που θα γινόμουν νύφη. Την άχρηστη. Ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια δεν μπορούσαν να μου πάρουν. Μου έδωσε εκείνη τα χρησιμοποιημένα τα δικά της
-Ρε συ μάνα, μετά από 41 χρόνια γάμου, τι πας και θυμάσαι???
-Εγώ??? Εγώ πάλι φταίω?? Αφού την είδα στον ύπνο μου
-Ε αφού τα έχεις συνέχεια στο μυαλό σου
-Ε βέβαια πάλι εγώ φταίω, εντάξει και γω δεν σου λέω τίποτα. Αφού σε ενοχλώ να μη σε ξαναπάρω(απότομο κλείσιμο του τηλεφώνου)
-Αύριο θα φτιάξω φασολάκια, θα έρθεις να φας?
-Όχι ρε συ μάνα δεν θέλω, δεν μου αρέσουν
-Εγώ φταίω, που σας μαγειρεύω, τι άλλο να κάνω πια!! (και πάλι κλείσιμο του τηλεφώνου στα μούτρα)
Το βράδυ τελικά είδα και γω το σόι μου στον ύπνο μου. Α ρε μάνα!!